ιππάριο

ιππάριο
(Hippario). Γένος οπληφόρων θηλαστικών της οικογένειας των ιππιδών, της τάξης των περισσοδακτύλων, που έχει εκλείψει. Επειδή τα ζώα που περιλάμβανε έμοιαζαν με άλογα, θεωρήθηκε από πολλούς ως άμεσος πρόγονος των αλόγων. Όπως απέδειξαν νεότερες έρευνες όμως, τα ι. μάλλον αποτελούσαν συγγενικό είδος. Απολιθωμένα λείψανά τους βρέθηκαν σε μειοκαινικά και πλειοκαινικά στρώματα στην Ευρώπη, στη Βόρεια Αμερική και στην Ασία. Στην Ελλάδα εντοπίστηκαν πολλά λείψανα ορισμένων ειδών του γένους, κυρίως στο Πικέρμι, στο Αχλάδι, στον Αλμυροπόταμο της Εύβοιας και στη Σάμο. Μερικά είδη έζησαν και στην Αφρική έως την τεταρτογενή περίοδο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ιππάριο(ν) — το (ΑΜ ἱππάριον) (υποκορ. τού ίππος) μικρής ηλικίας ή μικρόσωμο άλογο νεοελλ. φρ. 1. «ιππάριον τού Πικερμίου» γένος περιττοδάκτυλων οπληφόρων θηλαστικών τής οικογένειας ιππίδες, που σήμερα έχει εκλείψει βρέθηκαν απολιθωμένα στα γεωλογικά στρώματα …   Dictionary of Greek

  • Ιππάριο — (Αστρον.). Μικρός αστερισμός του βορείου ημισφαιρίου, που βρίσκεται μεταξύ των αστερισμών του Δελφίνου, του Πήγασου και του Υδροχόου. Παρά το γεγονός ότι πρόκειται για πολύ αμυδρό αστερισμό, ήταν γνωστός από την εποχή των Βαβυλωνίων. Εντοπίζεται… …   Dictionary of Greek

  • ιππίδιον — το (Α ἱππίδιον) νεοελλ. 1. (υποκορ. τού ίππος) μικρός ίππος, ιππάριο, αλογάκι 2. αρχ. είδος ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἵππος + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. σφαιρ ίδιον, χοιρ ίδιον)] …   Dictionary of Greek

  • πικερμικός — ή, ό φρ. «πικερμική πανίδα» συνάθροιση απολιθωμένων σπονδυλοζώων, με χαρακτηριστικότερο γένος το ιππάριο, που ανακαλύφθηκαν στο Πικέρμι τής Αττικής και χρονολογούνται στο ανώτερο μειόκαινο …   Dictionary of Greek

  • ιππίδες — Οικογένεια θηλαστικών η οποία περιέχει ένα μόνο γένος και εννιά είδη. Περιλαμβάνει τα άλογα, τα γαϊδούρια, τους ζέβρους και ορισμένα άλλα είδη του γένους Equus. Είναι μονοδάχτυλα ζώα, δηλαδή κάθε άκρο φέρει μόνο ένα πλήρες δάχτυλο, ενώ το τρίτο,… …   Dictionary of Greek

  • μειόκαινο — Γεωλογική περίοδος που αποτελεί υποδιαίρεση του καινοζωικού αιώνα της ιστορίας της Γης. Ο καινοζωικός αιώνας συνεχίζεται μέχρι σήμερα και έχει διαρκέσει 70 εκατομμύρια χρόνια, τα 69 από τα οποία ανήκουν στην υποδιαίρεση που λέγεται τριτογενές και …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Παλαιοντολογικό Πανεπιστημίου Αθηνών — Το μοναδικό μουσείο του είδους του στη χώρα μας ιδρύθηκε στις αρχές του 20ού αι. και μέχρι τη μετεγκατάστασή του το 1981 στην Πανεπιστημιούπολη, στο κτίριο των Θετικών Επιστημών, στεγαζόταν στο κτίριο Κωστή Παλαμά της οδού Ακαδημίας. Η συλλογή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”